Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκχύτης — ἐκχύτης, ο (Α) 1. σπάταλος, άσωτος 2. οχετός, διώρυγα … Dictionary of Greek
ἐκχύτην — ἐκχύτης spendthrift masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)